- συνενδείκνυμι
- συνεν-δείκνυμι,A indicate together, Gal.10.626:—[voice] Med. and [voice] Pass., c. dat., Id.6.647,648, 15.464, al.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
συνενδείκνυμι — Α [ένδείκνυμι] 1. δείχνω μαζί ή ταυτοχρόνως 2. μέσ. συνενδείκνυμαι φανερώνομαι μαζί («οὐδὲ Χριστῷ συνενδείκνυσθαι πέφυκεν ὁ διάβολος», Αθανάσ.) … Dictionary of Greek